-
1 παραφθείρω
A destroy, corrupt, spoil, ;τὸν λόγον A.D.Synt.82.20
;τὴν ἀγορὰν τῶν ὠνίων SIG799.22
(Cyzicus, i A.D.).II [voice] Pass., with [tense] pf. παρέφθορα : [tense] aor. 2 παρεφθάρην :— to be destroyed or spoilt,οἱ παρεφθαρμένοι στάχυες Ph.2.57
;τῆς γῆς παρεφθορυίας Philostr. Her.10.4
;παρεφθορὸς ὕδωρ Id.Im.2.5
; παρεφθορὼς τὸ λογιστικόν demented, A.D. Synt.292.4 ; of character,ὑπό τινος -εφθορέναι Philostr.VS1.16.2
.2 to be lost,αἱ φωναὶ παραφθαρεῖσαι A.D.Adv.164.26
(but παραφθαρεὶς τὴν φωνήν having lost one's voice, Plu.2.848b).3 become obsolete,τὰ τῆστοιαύτης χρήσεως παρεφθάρη A.D.Synt.139.25
; περὶ παρεφθορυίας λέξεως, title of work by Didymus, Ath.9.368b ; fall into desuetude,νόμος ἄρτι παρεφθάρη Lyd. Mag.2.15
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραφθείρω
См. также в других словарях:
παραφθείρω — ΝΜΑ φθείρω, νοθεύω κάπως, αλλοιώνω κατά τι, ιδίως προς το χειρότερο μσν. 1. παθ. παραφθείρομαι πέφτω σε αχρησία («νόμος ἄρτι παρεφθάρη» Ιω. Λυδ.) 2. αλλάζω, μεταβάλλω 3. μτφ. διαφθείρω τη συνείδηση κάποιου με διάφορα μέσα μσν. αρχ. παθ. φθείρομαι … Dictionary of Greek